Απολογητές

Σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας οι πρώτοι απολογητές ήταν ο Κοδράτος και ο Αριστείδης ο φιλόσοφος. Ο Κοδράτος ήταν Μικρασιάτης και μαθητής των Αποστόλων. Ο Ευσέβιος Καισαρείας διασώζει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του διασώζει ένα απόσπασμα της απολογίας που είχε απευθύνει ο Κοδράτος στον αυτοκράτορα Αδριανό με αφορμή κάποιο διωγμό των χριστιανών. Το απόσπασμα αυτό αναφέρεται σε μαρτυρίες θαυμάτων του Ιησού από ανθρώπους που ζούσαν ακόμη και είχαν θεραπευθεί ή αναστηθεί θαυματουργικά.

Απολογητές

Μαζί με τον Κοδράτο ο Ευσέβιος αναφέρει και τον Αθηναίο φιλόσοφο Αριστείδη. Η απολογία του προς τον αυτοκράτορα Αδριανό είχε χαθεί, αλλά το 1889 βρέθηκε στο Σινά πιστή μετάφραση της στα συριακά, για να διαπιστωθεί αργότερα ότι το περιεχόμενο της απολογίας αυτής βρίσκεται ενσωματωμένο στο «Βίο Βαρλαάμ και Ιωάσαφ», που διασώθηκε ανάμεσα στα έργα του Ιωάννου του Δαμασκηνού.

Το ενδιαφέρον σημείο της απολογίας του Αριστείδη είναι να δημιουργήσει σημείο επαφής με την ελληνική φιλοσοφία. Ο Απολογητής αυτός επιχειρεί να φτάσει στην έννοια του θεού από την παρατήρηση της αρμονίας του κόσμου, της κίνησης των άστρων κλπ. Τυπικά είναι καθαρά ελληνική μέθοδος απόδειξης του Θεού, όχι χωρίς κινδύνους για τη χριστιανική σκέψη. Παράλληλα με αυτήν την προσέγγιση στη διδασκαλία περί Θεού αναπτύσσει ο Αριστείδης και μια εσχατολογία: ο κόσμος θα υποβληθεί τελικά σε μια τρομερή κρίση που θα φέρει στον κόσμο ο Χριστός, και ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν ήρθε η τελική καταστροφή του κόσμου είναι οι προσευχές των χριστιανών.

Άλλοι σπουδαίοι Απολογητές είναι ο Μικρασιάτης ρήτορας Μιλτιάδης, ο Απολλινάριος, επίσκοπος Ιεραπόλεως, ο Αθηναγόρας, ο Θεόφιλος, επίσκοπος Αντιοχείας και ο Μελίτων, επίσκοπος Σάρδεων της Λυδίας.

Ο σπουδαιότερος από τους Απολογητές είναι ο Ιουστίνος, φιλόσοφος και μάρτυρας, που πέθανε το 165μ.Χ. Μαθήτευσε κοντά σε στωικούς, περιπατητικούς και πυθαγόρειους φιλοσόφους, αλλά κατέληξε στην μελέτη του Πλάτωνα, τον οποίο και γνώρισε σε βάθος. Μια τυχαία συνάντηση με κάποιον γέροντα έγινε αφορμή να γνωρίσει τους προφήτες και τον Χριστιανισμό, για να βρει εκεί την μόνη αληθινή και ωφέλιμη φιλοσοφία, όπως λέει ο ίδιος, και να επιδοθεί, φορώντας την τήβεννο του φιλοσόφου, στη φιλοσοφική υπεράσπισή της. Ίδρυσε και ειδική σχολή στη Ρώμη.

Η σημασία του Ιουστίνου για την ιστορία της σχέσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού είναι μεγάλη για τους εξής λόγους: 1) Από όλους τους χριστιανούς θεολόγους της εποχής εκείνης ο πιο θετικός στη δυνατότητα εναρμονισμού της ελληνικής φιλοσοφίας και του Χριστιανσιμού είναι ο Ιουστίνος. Αρνείται βέβαια να δεχτεί την θρησκευτική μυθολογία των Ελλήνων, αλλά όχι και την ελληνική φιλοσοφία. Πιστός στο πνεύμα του «εκλεπτικισμού» που χαρακτήριζε τη φιλοσοφία της εποχής του, περνάει την ελληνική φιλοσοφία από κριτικό έλεγχο για να διακρίνει τι είναι καλό σε αυτή και τι αποβλητέο. Έτσι αναγνωρίζει στους στωικούς φιλοσόφους ότι είναι σπουδαία η ηθική διδασκαλία τους, αλλά οι υλιστικές, πανθεϊστικές και μοιρολατρικές αντιλήψεις τους είναι απαράδεκτες. Το ίδιο θεωρεί σφαλερή την διδασκαλία του Πλατωνισμού ότι η ψυχή είναι αθάνατη από τη φύση της και όχι από τον θεό, και ότι μπορεί να μεταβεί σε άλλα σώματα. Αλλά και πολλά άλλα σημεια της διδασκαλίας του Ιουστίνου είναι σύμφωνα με τον Χριστιανισμό.

Τα σημεία στα οποία ο Ιουστίνος βλέπει την ελληνική φιλοσοφία να συμπίπτει με τον Χριστιανισμό είναι σημαντικά. Οι ομοιότητες που βρίσκει μεταξύ του Πλατωνισμού και του Χριστιανισμού ο Ιουστίνος είναι τόσες πολλές, ώστε η μετάβαση από τον Πλατωνισμό στον Χριστιανισμό να μην έχει τίποτα το επαναστατικό, να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Τονίζει ιδιαίτερα τη διδασκαλία του Πλάτωνα ότι ο Θεός είναι πάνω από τον χώρο και τον χρόνο, απαθής, αμετάβλητος, ασώματος και χωρίς όνομα. Ακόμη και τη διδασκαλία του Πλάτωνα για την δημιουργία του κόσμου στον «Τίμαιο» τη βρίσκει σωστή και χρησιμοποιεί πολλές φράσεις που υπονοούν ότι ο Θεός στην δημιουργία του κόσμου χρησιμοποίησε ύλη που προϋπήρχε. Δέχεται επίσης ως σωστή την ιδέα του Πλάτωνα ότι η ψυχή είναι «συγγενής» με τον Θεό, είναι δηλαδή δεμένη οντολογικά μαζί του.

2) Ο Ιουστίνος δεν περιορίζεται στο να επισημάνει αυτά που θεωρεί ομοιότητες μεταξύ ελληνικής φιλοσοφίας και Χριστανισμού, αλλά και προσπαθεί να δικαιολογήσει αυτές τις ομοιότητες. Αυτό το κάνει με δύο τρόπους.Από το ένα μέρος προσφέρει μια ιστορική εξήγηση αναπτύσσοντας τη θεωρία ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι δανείστηκαν τη διδασκαλία τους από το Μωυσή και την Παλαιά Διαθήκη. Από το άλλο μέρος δίνει μια φιλοσοφική εξήγηση χρησιμοποιώντας τη θεωρία περί λόγου.

Η έννοια του λόγου ως της αρχής που συνέχει και συγκροτεί σε αρμονία τον κόσμο έχει αναπτυχθεί από τους στωικούς και είχε συνδεθεί με την Παλαιά Διαθήκη από τον Φίλωνα. Ο Ιουστίνος βρίσκει στην ιδέα αυτή το κύριο σημείο επαφής του Χριστανισμού με τον Ελληνισμό. Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο υπάρχει η γνωστή διδασκαλία ότι στο πρόσωπο του Χριστού «ο λόγος σαρξ εγένετο». Έχοντας αυτό ως αφετηρία ο Ιουστίνος επιχειρεί να αποδείξει ότι ο Χριστός δεν είναι παρά αυτός ο λόγος, στον οποίο αναφέρεται η ελληνική φιλοσοφία. Ο Χριστός δηλαδή είναι η αρχή που συνέχει, συγκροτεί και εξηγεί το σύμπαν: ό,τι ζητούν οι Έλληνες φιλόσοφοι αυτό ακριβώς προσφέρει ο Χριστιανισμός.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους