«Την ημέρα της σφαγής από το πρωί κουβαλούσαμε σανό με τον πατέρα μου. Οι Γερμανοί με μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων έφτασαν πριν το μεσημέρι. Θυμάμαι πως έπιαναν το δρόμο Λιβαδειάς από λεύκες Καραστάμου ως το δικό μας σπίτι. Οι στρατιώτες περιφέρονταν γύρω από τα φορτηγά δίχως να χρησιμοποιούν τα όπλα τους. Ο πατέρας μου με έστειλε μαζί με τη μικρότερη αδελφή μου Λουκία, εφτά χρονών, για κρεμμύδια σε ένα χωράφι μας έξω από το χωριό. Στο γυρισμό βλέπω στο φυλάκιο του λόφου Κούλια τρεις Γερμανούς φρουρούς με τα όπλα προτεταμένα. Ακούω να πέφτει μια ριπή δίχως να καταλάβω καλά καλά και αμέσως δίπλα στο χωματόδρομο που βαδίζαμε σηκώθηκε κουρνιαχτός από το ανεμοβολητό των βλημάτων.
Φτάσαμε στο σπίτι μας και βλέπω μπαίνοντας στην αυλόπορτα να κάθονται στο μπαλκόνι ο πατέρας μου και γύρω του κατάχαμα και στα σκαλιά δέκα με δεκαπέντε γυναίκες. Σε κάποια στιγμή ύστερα από το μεσημέρι ακούσαμε πυροβολισμούς από την τοποθεσία Αγία Ειρήνη προς το Στείρι, όπου είχαν τραβήξει τα μπροστινά αυτοκίνητα της γερμανικής φάλαγγας. Τότε ο πατέρας μου είπε: «Φαίνεται πως έχουν πιάσει μάχη οι αντάρτες με τους Γερμανούς. Δεν σηκώνεστε να πάτε στα σπίτια σας μη μας δουν πολλούς και μας ενοχοποιήσουν». Οι γυναίκες απάντησαν όλες μαζί τρομαγμένες: «Μπάρμπα-Σπύρο εμείς ήρθαμε εδώ για να είμαστε πιο ασφαλισμένες. Δεν θέλουμε να πάμε σπίτια μας». Δεν έφυγε καμία. Μόνο η Παναγιού Σκούτα θύμωσε και έφυγε. Αργότερα μάθαμε πως δεν την σκότωσαν οι Γερμανοί. Γλύτωσε.
Σε λίγο βλέπουμε ένα τζιπ με τραυματία να φεύγει προς τη Λιβαδειά. Οι Γερμανοί της σταματημένης φάλαγγας, που ως εκείνη την ώρα ήταν ήσυχοι, άρχισαν να ανακατεύονται, να αγριεύουν, να δίνουν συνθήματα ο ένας τον άλλον και να κινούνται απειλητικοί. Τότε ο πατέρας μου μάς προέτρεψε να κατέβουμε στο κατώι, να κρυφτούμε και να περιμένουμε. Κατεβήκαμε και αμπαρωθήκαμε. Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί από τα διπλανά Καλαματέικα σπίτια. Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος. Μερικές γυναίκες κρύφτηκαν πλάι στα βαρέλια, άλλες στις γωνίες στις λαδίκες. Βάλαμε και τον πρόσθετο σύρτη-μάνταλο στην πόρτα. Έπεσε μια θανατερή ησυχία.
Κάποια στιγμή ακούμε στην αυλή τη φωνή, τη στριγγλιά ενός γειτονόπουλου, του Λουκά Παπανικολάου, να ζητάει βοήθεια: «Ωχ, μπαρμπα-Σπύρο, σώσε με!» Έκλαιγε και φώναζε. Ο πατέρας μου μόλις κατεβήκαμε στο κατώι είχε βάλει τυρί και αβγά σε βαθύ πιάτο και κρασί σε κανάτι για να τα έχει για φίλεμα για τους Γερμανούς αν τυχόν και έρχονταν. Μόλις άκουσε τη φωνή του Λουκά μου λέει: «Παναγούλα, φέρε τα τρόφιμα». Άνοιξε την πόρτα και βλέπουμε τον Λουκά Παπανικολάου να τρέχει κλαίγοντας και κρατώντας τον πληγωμένο του λαιμό και πίσω του έναν κοντό Γερμανό στρατιώτη με όπλο στη μασχάλη να τον κυνηγάει. Εμείς, ο πατέρας μου με το κρασί και τα ποτήρια, εγώ με τα τρόφιμα στα χέρια, προχωρήσαμε την αυλή ως τη μέση που ήταν το πηγάδι. Ο πατέρας μου σηκώνει τα χέρια φιλικά για να καταπραΰνει το Γερμανό: «γκουτ-μπόι»-εννοώντας το τραυματισμένο παιδί.
Ο Γερμανός όμως, άγριος, έκανε νόημα να μπούμε στο κατώι, γρύλισε ένα καπούτ και αρνήθηκε την προσφορά μας. Εμείς υπακούσαμε. Μόλις πατήσαμε μέσα ορθώθηκε μπροστά στην πόρτα, έφερε καταπάνω μας το όπλο με μια συνεχόμενη ριπή άρχισε να σκορπίζει τον θάνατο πυροβολώντας ολόμπαντα. Τα πρώτα βλήματα πήραν κατάστηθα τον πατέρα μου που πέφτοντας και ξεψυχώντας σπάραζε: «Ωχ, παιδιά μου, σώστε με!». Άρχισαν να πέφτουν τα σώματα των γυναικών. Άλλες πάσχιζαν να χωθούν πίσω από τα βαρέλια, άλλες σε λαδίκες και γούρνες. Αφού όλα τα σώματα σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο, ο Γερμανός κατεβαίνει και κοιτάει και σκουντάει έναν έναν γρυλίζοντας, για να δει αν είναι σκοτωμένοι και ρίχνει χαριστικές βολές. Το κατώι είχε μια κολόνα στη μέση. Πρώτος έπεσε και σωριάστηκε ο πατέρας μου Σπύρος Μαλάμος, 67 ετών. Ύστερα η Μαρία Λάμπρου 50 ετών. Η Μαριέττα Φιλίππου, γύρω στα 30. Ήταν έγκυος και μαζί της σφάδαζε και το παιδί στην κοιλιά. Ο ανηψιός μου Στάθης Σταθάς, γιος της αδελφής μου Γιαννούλας, 5 ετών. Η Δήμητρα Μαλάμου, 38 ετών, με τον γιο της Γιάννη, 8 ετών.
Δεν ξέρω, αλλά κρατήσαμε την αναπνοή μας τόσο όσο δεν αντέχει ανθρώπινος οργανισμός. Αυτός συνέχιζε να μας κλοτσάει όπως τα σφαχτά, γρυλίζοντας «έι, έι», για να δει αν έχει μείνει κανένας ζωντανός. Μέσα σε αυτήν την αβάσταχτη νέκρα πήγε και έβγαλε τις κάνουλες από τα βαρέλια του κρασιού. Άρχισε με βουή και φουρφουρητό να χύνεται το κρασί. Φυσούσε το κρασί και ο ήχος του ο σφιχτός γέμισε το κατώι. Ενώθηκε το κρασί με το αίμα των σκοτωμένων και έγινε μια θάλασσα αίματος και κρασιού, μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα και σερνόμαστε μισοζώντανοι.
Ο Γερμανός διασκέλισε κι ανέβηκε στο πάνω σπίτι. Άκουσα ποδοβολητά και ύστερα κατέβηκε και έφυγε φαίνεται. Η μία από τις αδελφάδες μου, η Γεωργία Αγαπίδου, βρισκόταν τραυματισμένη και καθώς κρύωναν τα τραύματα άρχισε να σκούζει. Την είχε γαζώσει ο Γερμανός στον αγκώνα και στο δεξί γοφό. Σηκώνομαι και με δυσκολία τη βγάζω στην αυλή. Βλέπω τη φοράδα μας σκοτωμένη και μια στοίβα κλήματα λαμπαδιασμένα, να βουίζει η φωτιά, να έχει αρπάξει ο φούρνος και οι φλόγες να απειλούν το σπίτι. Η αδελφή μου έσκουζε γιατί τα κρέατα της κρέμονταν από χέρια και γοφούς και δεν μπορούσε να κρατήσει από τους πόνους. Δεν είχα βοήθεια από κανέναν. Μου λέει: «Πάρε τον κουβά και σβήσε τη φωτιά να μην καεί το σπίτι». Πήρα και έβγαλα νερό από το πηγάδι μας κι έσβησα τη φωτιά στο φούρνο, αλλά όχι και στο παρακάτω χαγιάτι της αυλής. Ανέβηκα στο μπαλκόνι μας και είδα και καίγεται το σπίτι του Χαράλαμπου Σφουντούρη. Αργότερα μάθαμε ότι κάηκε μέσα το ανδρόγυνο. Από το μπαλκόνι βλέπω στην αυλή των Καλαματέων σκοτωμένα τα ζώα και όλη την οικογένεια του Λουκά Σταύρου που ξεκληρίστηκε -πέντε άτομα και δύο συγγενείς, εφτά. Η αδελφή μου μού φώναξε να μπω μέσα στο σπίτι να πετάξω κάτω τα προικιά μήπως ξαναπιάσει φωτιά και τα κάψει…κι ας καιγόταν μπροστά το χαγιάτι.
Μπαίνοντας μέσα ανακάλυψα πως ο Γερμανός είχε ανακατέψει και ψάξει όλο το σπίτι. Άνω-κάτω τα πάντα. Αντιλήφθηκα ότι από το τζάκι έλειπε το ρολόι με τις χρυσές κολόνες και την καμπανούλα που είχε φέρει από την Αμερική ο πατέρας μου. Η αδελφή μου φώναξε να πάρω και τα λεφτά από το παράκλι. Δεν τα βρήκα. Ύστερα μου φώναξε να κατεβάσω τη ραπτομηχανή της να μη χάσει το εργαλείο της δουλειάς της. Εγώ, δεκατριών χρονών, με μια ψυχραιμία που δεν μπορώ να την καταλάβω σήμερα, κατέβασα τη μηχανή από δεκαεφτά πέτρινα σκαλοπάτια σκαλί σκαλί με το κεφάλι και τις πλάτες. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο το σκυλί μας, ο Παρδάλης, ζυγώνει κλαίγοντας. Με πιάνει από το φουστάνι και με τραβάει. Φοβήθηκα μήπως με φάει γιατί ήμουν γεμάτη παγωμένα αίματα. Τον έδιωχνα: «Φύγε Παρδάλη!». Αυτό πήγε πιο πέρα, κάθισε στα πίσω πόδια και με το ένα μπροστινό μου έκανε νεύμα και με το άλλο σκούπιζε τα δάκρυά του.
Τότε η αδελφή μου Γεωργία λέει: «Πού είναι το κορίτσι, η Λουκία μας; Πού έχει πάει η μικρή; Τρέξε, ψάξε να τη βρεις…». Το σκυλί μπροστά και εγώ ακολουθώντας φθάσαμε ως την αυλόπορτα. Εκεί πάλι γύρισε και με κάλεσε με το πόδι του. Φεύγει και πάει και στέκεται στα κάτω πηγάδια και μου γνέφει να πάω. Όταν έφτασα στην αυλόπορτα βλέπω έξω στους δρόμους ξαπλωμένα σκοτωμένα κορμιά. Λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας ήταν σκοτωμένος ο Θανάσης Πανουργιάς και η Μαρία Νταή. Πιο κει ο Χρήστος Σκούτας. Δεν γνώρισα άλλους γιατί το μυαλό μου ήταν στο σκυλί και στη μικρή μου αδελφή. Έφτασα στο σκυλί. Τι να δω! Η μικρή μας η Λουκία, η εφτάχρονη, ανάσκελα χτυπημένη στο μάτι, με μια τρύπα βαθιά, κατακίτρινη σαν το λεμόνι. Προσπαθώ να την πάρω στην αγκαλιά μου. Δεν μπορώ να την σηκώσω. Την πιάνω από τις πλάτες και τη σέρνω σβαρνώντας την με δυσκολία μέσα σε πολλά αγκαθόχορτα. Το σκυλί την πιάνει με το στόμα από το φουστάνι και με βοηθάει. Την σύραμε ως την αυλόπορτα του σπιτιού και αποκαμωμένη την άφησα εκεί. Δεν την ξαναείδα. Βλέπω στο χάνι της αυλής μας την μεγάλη αδελφή μου, Κωστούλα Καρβούνη, που την είχε τραυματίσει στις πλάτες ο Γερμανός όπως τις είχε βάλει στο πρόσωπο της να μη δει που εκτελούσε την Πανωραία Μάριου.
Οι αδελφές μου μού λένε «Φεύγουμε για τον Άγιο Αθανάσιο. Κάμε τι θα κάνεις και έλα κι εσύ». Ήταν πια σούρουπο. Πήρα κι εγώ να πάω στον Άγιο Αθανάσιο. Φτάνοντας στο διάσελο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος. Άλλοι με άλογα, άλλοι με ρούχα, άλλοι με τρόφιμα να βγουν από το χωριό, να ασφαλιστούν στους λόγγους και στα ρουμάνια. Όλοι έκλαιγαν, μοιρολογούσαν, έσκουζαν, σουρομαδιόντουσαν. Έτρεχα κι εγώ. Με πιάνει ποδάγρα. Όλοι μου έλεγαν «Τρέξε Παναγούλα να μας φτάσεις». Εγώ τους έλεγα «Τρέχω» αλλά βάδιζα στον τόπο, σημειωτόν. Και τότε κάποιον να λέει: «Αυτό το έχει πιάσει ποδάγρα, όπως μας πιάνει στο στρατό. Πιάστε το να ξεκολλήσουν τα πόδια του…». Με έπιασαν και βρέθηκα με τους άλλους στον Άγιο Αθανάσιο. Είχαν φανάρι αναμμένο. Ξενυχτήσαμε εκεί.
Ύστερα από δύο μέρες ήρθαν και πήραν τους τραυματίες. Βρέθηκα κι εγώ με τις τραυματισμένες αδελφές μου στη Λιβαδειά, στην κλινική του Καλή. Κάποια στιγμή μπαίνω στο αποχωρητήριο και βλέπω να σπαρταράει ένα πόδι στο καλαθάκι των σκουπιδιών. Μου λένε είναι της Παναγούλας του Μενιδιάτη, της εννιάχρονης Διστομοπούλας, που της το θέρισαν οι Γερμανοί. Μέσα σε πέντε μέρες εμένα και άλλα συνομήλικα και μικρότερα μας πήρε ο Ερυθρός Σταυρός και μας μετέφερε στο Ίδρυμα Αετοφωλιά Α’ στην Κηφισιά».
Παναγούλα Σκούτα (το γένος Μαλάμου), επιζήσασα της σφαγής, 13 χρονών τότε